- ἀμειβόμενος
- ἀμείβωchangepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημισειαστής — ἡμισειαστής, ό (Μ) [η μισειάζω] καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός … Dictionary of Greek
ημισυμερίτης — ἡμισυμερίτης, ο (Μ) ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)] … Dictionary of Greek
ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… … Dictionary of Greek
ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] … Dictionary of Greek
ωρολογώ — έω, Μ 1. υπολογίζω τον χρόνο σε ώρες 2. μιλώ αμειβόμενος με την ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογῶ*] … Dictionary of Greek
ωρομίσθιος — α, ο [ωρομίσθιο] αμειβόμενος με την ώρα … Dictionary of Greek
Αρντί, Αλεξάντρ — (Alexandre Hardy,Παρίσι περ. 1570 – 1632;). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Για τη ζωή τουλίγα πράγματα είναι γνωστά. Φαίνεται πως άρχισε να γράφει το 1592 ως αμειβόμενος συγγραφέας περιοδεύοντος θιάσου. Έως το 1627 συνεργάστηκε με τον θίασο των… … Dictionary of Greek
Λίντερ, Μαξ — (Max Linder, Σεν Λουμπέ, Ζιρόντ 1883 – Παρίσι 1925). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου του κινηματογράφου Γκαμπριέλ Μαξιμιλιάν Λεβιέλ (Gabriel Maximilien Leuvielle). Φοίτησε στο Ωδείο του Μπορντό και ξεκίνησε … Dictionary of Greek